- σχοίνου
- σχοί̱νου , σχοῖνοςrushmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σχοίνου — Σχοῖνος rush fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СКОЙНУНТ — • Σχοινου̃ς, 1. коринфская гавань в самой узкой части Истма, к северу от Кенхрей, н. порт Каламаки. Strab. 8, 369. 380; 2. местечко в Средней Аркадии, недалеко от Мефидрия. Paus. 8, 35, 10; 3. беотийский город на реке того … Реальный словарь классических древностей
σχοίνιος — ία, ον, Α [σχοῑνος] 1. αυτός που έχει έκταση ενός σχοίνου 2. φρ. «σχοίνιον ῥῡμα» απόσταση ενός σχοίνου πάπ … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ДИОЛК — • Δίολκος, так назывался широкий волок, соединявший коринфскую гавань Лехей со схойнунтской бухтой (Σχοινου̃ς) Саронского залива; по нему товары и мелкие суда перетаскивались через невысокий хребет Исфма. Strab. 8, 335. 380. Arist.… … Реальный словарь классических древностей
КОРИНФИЯ — • Corinthia, Κορινθία, страна в Пелопоннесе, занимавшая отчасти перешеек (Истм) и составлявшая как бы преддверие ко всему полуострову. Граничила на западе с Сикионией, на юге с Арголидой, на востоке с Саронийским заливом, на северо… … Реальный словарь классических древностей
PAPYRUS Phleus seu vulgaris — ob similirudinem cum Papyro planta Nilotica, scirpus dictus est. Vetus Auctor Glossarum, Scirpus, φλοῦς πάπυρος. Strabo l. 5. τόφη τε καὶ πάπυρος ἀνθήλη τε πολλὴ κατακομίζεται ποταμοῖς ἐις τὴν Πὥμην, ubi πάπυρος i. e. quod antiqui Attici φλεὼ… … Hofmann J. Lexicon universale
μελαγκρανίς — μελαγκρανίς, ίδος, ή μελάγκρανις, άνιος, ἡ (Α) είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγ κρανίς] … Dictionary of Greek
ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek